φάγγρισμα

φάγγρισμα
το просвечивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φάγγρισμα" в других словарях:

  • φάγγρισμα — το, Ν βλ. φέγγρισμα …   Dictionary of Greek

  • φάγγρισμα — το, ατος βλ. φέγγρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέγγρισμα — και φάγγρισμα, το, Ν [φεγγρίζω / φαγγρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεγγρίζω …   Dictionary of Greek

  • φέγγρισμα — φέγγρισμα, το και φάγγρισμα, το, ατος 1. η διαφάνεια, η ημιδιαφάνεια: Το φέγγρισμα του χαρτιού. 2. το αδυνάτισμα του σώματος: Απ την πολλή δίαιτα είδες τι φέγγρισμα έχει; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»